Ακρώρεια.

Σε ακρώρεια,
αέναη η μυρωδιά της                                   
στο πέρασμα.

Κι η δόνηση στο κορμί του
-αέναη-, αργάζεται.

Αργάζεται σαν έμβολο
ακούραστο,
σε πέλαγο βαθύ
καράβι να κρατεί,
στην ίσαλο γραμμή.

Μονάχη μά,
αέναη η σκέψη του
και στης φλόγας την κίνηση
η πόλη του,
που περπάτησες για να τον έβρης.

Βρίξε τον
γιατί έχει χρώμα κόκκινο,
μόνο καλλιτέχνη μην τον πής,
θυμώνει.

Τ’ ακούς θυμώνει.

Χωρίς γιατί,
εσύ κοίτα να ‘χεις
έγνοια για το αύριο,
γιατί υπάρχουν παιδιά
που το αξίζουν!